Λέξεις




   Με αρτεσιανό νερό ζυμώνω άρτους, όμως πεινάνε τα πουλιά κι ένας αβυσσαλέος λυγμός με ζητιανεύει.
   Γεμίζω λέξεις μια αγκαλιά όταν διψάω τη χαμένη άνοιξη που έχει ματώσει όλες τις μπαλάντες κι ακούει μόνο εμβατήρια.
  Στύβω φωνήεντα και σύμφωνα, καθώς πληθαίνουν τα κελιά κι ένας αυτόχειρας σφάζεται μ’ ένα όχι.


''ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ''