Βίαιος άνεμος



Βίαιος άνεμος τα όνειρα γκρεμίζει.        
Τους  μαγεμένους στήμονες εκτρέπει της ζωής.
Στης  γης  το προαιώνιο  θέατρο
την κάθαρση  ευλογούσαν  οι αθώοι
καθώς  η οδύνη  στο θυσιαστήριο  σπάραζε.

Μα  εσύ  μες του καθρέφτη σου το βάθος χάσκεις,
φορώντας  εκδοχές   αλήτικων  ωρών
με    ποθητά  ενδύματα των παραστάσεων,
να κρύβουνε  το μαύρο  παραμύθι της καρδιάς σου.
Σωπαίνουνε   στην άκρη  του  καιρού  οι ώρες,  
συλλέγοντας   ενστάσεις  που  μειοψήφησαν και  πάλι,
για τις σφαγές αγέννητων  ψυχών .

Χρειάζομαι  μια  ανεμώνη  το πρόσωπό μου , να σκεπάσω.
Ένα ευλογημένο κύμα,  να εξαγνίσω  τα λυπημένα  χέρια μου,
τα ανήμπορα ,  να κουβαλήσουνε  του ήλιου
το σωτήριο βάρος.
Θέλω  ένα  δέντρο   τροπικό 
να   κατοικήσω   τις  ελπίδες  μέλισσες .
Μία  φωτιά  ανάσα,  να στεγνώσω  τις  πληγές
και  τις βροχές  των μάταιων  δακρύων .

Βαθιά ,  μες των   ματιών  τις κρύπτες ,
 κομματιασμένες  λέξεις,  σαν καρφιά, 
ουρλιάζουνε  ποιήματα .

© Σκουρολιάκου Μαρία
 





































Η Ιτέα του Επίκουρου

Θαλασσινές λέξεις με τη μνήμη και τη νοσταλγία του νερού !
Θαλασσινός ανασαιμός , συννεφότρυπες κι εκεί ανάμεσα  σχεδόν πανσέληνος !
Ένα υπέροχο εικονοποίημα  του Επίκουρου  για την Ιτέα , μεσάνυχτα Φλεβάρη.!


Μεσάνυκτα!

    ''...Μόλις είχαν μπατάρει οι δείχτες από το ψηλότερο σημείο του ρολογιού και κίναε μιαν άλλη μέρα.  Είχαν κοπάσει από ώρα οι οχλοβοές και τα συρτάτα της πόλης και σε ετούτη την άκρια της βλογημένης γής, δεν ακουόταν τίποτες.  Μηδέ κι ο ανασεμός της θάλασσας, εκεί στην ''Απόλαυση''.
 Είχε δροσό ετούτο το βράδυ κι η ψηλοταβανιασμένη αραιή συννεφιά, εμπόδαγε το ασημόφωτο του φεγγαριού να φτάσει ίσαμε κάτω στην ακρογιαλιά και την πόλη.
Μέσιαζε ο Φλεβάρης. Μεσάνυχτα.  Μ' ένα σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι να φανερώνεται κάπου και πού από τις συννεφότρυπες και με μια θάλασσα να μην έχει την δύναμη, ούτε την ίδια την χλωμάδα του να περιγράψει.  Μόνο το χρυσοκίτρινο φώς απ' τις δημοτικές λάμπες να καλοδέχεται, γεφυρώνοντας τον μώλο με την ''Απόλαυση''.  
Δεν φύσαε.   Κι ολόκληρη η Ιτέα να φαίνεται σα να φωτίζεται απ' τους ψηλούς βιγλάτορές της στον μώλο...''



ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΙΤΕΑΣ












Αρτεσιανό



      Με αρτεσιανό νερό ζυμώνω άρτους , όμως πεινάνε τα πουλιά  κι ένας  αβυσσαλέος λυγμός  με ζητιανεύει.
     Γεμίζω  λέξεις μια αγκαλιά  όταν διψάω  τη χαμένη άνοιξη  που έχει ματώσει  όλες τις μπαλάντες κι ακούει μόνο εμβατήρια .
     Στύβω  φωνήεντα και σύμφωνα  όμως πληθαίνουν  τα κελιά  κι ένας αυτόχειρας  σφάζεται  μ΄ένα όχι.
     Στοιχίζω  φράσεις,  χρόνια αποκάμοντας  , στον Αη Βασίλη  γράμματα να στέλνω , να φέρει δώρα στα θεριά μήπως χορτάσουνε  το αίμα .
      Ένα παιδί μετράει  δεκατρείς τους μήνες  κι όταν ρωτάω πώς τον λένε τον καινούργιο  , με βεβαιότητα  σοφού μου λέει ,  είναι της αγάπης.
      Και η ανατολή , τι χρώμα  έχει η ανατολή ;
      -Μωβόζ , το στόμα του ανθίζει.
      Τότε κρατάω  τη λευκή σελίδα , φιλάω τα μεταξωτά του   μάτια και  πια  δε θέλω   άλλα ποιήματα …..

© Σκουρολιάκου Μαρία